κυβερνείο

κυβερνείο
το
το οίκημα στο οποίο διαμένει ο κυβερνήτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυβερνείο — το 1. οίκημα στο οποίο μένει ο κυβερνήτης 2. (επί τσάρων στη Ρωσία) διοικητικό διαμέρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυβερνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με …   Dictionary of Greek

  • πραιτωριοκτυπώ — έω, Α χτυπώ την πόρτα τού πραιτωρίου για να ζητήσω κάτι από το κυβερνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραιτώριον + κτυπῶ] …   Dictionary of Greek

  • Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Εντφού — (Idfü). Πόλη (110.200 κάτ. το 2003) της Άνω Αιγύπτου, στο κυβερνείο (διοικητική περιφέρεια) Κένα (1.851 τ. χλμ., 2.854.300 κάτ.). Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Νείλου. Ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Δ’ Φιλοπάτορα. Στην αρχαιότητα ήταν πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

  • Καφρ ελ Σεχ — (Kafr ash ShaykKafr el Sheikh). Πόλη (145.900 κάτ. το 2003) της Αιγύπτου, στην Κάτω Αίγυπτο, πρωτεύουσα του ομώνυμου κυβερνείου (3.437 τ. χλμ., 2.598.800 κάτ. το 2003). Εκτείνεται σε απόσταση 35 χλμ. στα ΒΔ της πόλης Τάντα, στο δέλτα του Νείλου.… …   Dictionary of Greek

  • Κολούμπια — I (Columbia). Πόλη (116.278 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ και πρωτεύουσα της πολιτείας της Νότιας Καρολίνα. Είναι χτισμένη στον ποταμό Κογκαρί και θεωρείται αξιόλογο κέντρο ναυσιπλοΐας, καθώς επίσης σιδηροδρομικός και οδικός κόμβος. Στην Κ. λειτουργούν… …   Dictionary of Greek

  • Κους — (Qus). Πόλη (58.500 κάτ. το 2003) της Αιγύπτου στο κυβερνείο (διοικητική περιφέρεια) Κένα. Βρίσκεται στην Άνω Αίγυπτο, στην ανατολική όχθη του Νείλου. Διαθέτει εργοστάσιο ζάχαρης και συνδέεται οδικώς με το Κορσέιρ. Οι Ρωμαίοι την ονόμαζαν… …   Dictionary of Greek

  • Λούξορ — (αιγυπτ. El Uqsor, διεθν. Luxor). Πόλη (360.503 κάτ. το 1996) της Αιγύπτου και κυβερνείο (επαρχία) της χώρας στην Άνω Αίγυπτο. Η πόλη βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Νείλου και είναι χτισμένη, μαζί με τη γειτονική Ελ Καρνάκ, στην τοποθεσία των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”